- εύσημος
- -η, -ο (ΑΜ εὔσημος, -ονΑ και εὔσαμος, -ον)λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ»)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ.το εύσημο ή τα εύσημαδιακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώρισημσν.(για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί αμέσως τις εντολές που τού δίνει με σήματα ή με νεύματα ο κύριός τουμσν.-αρχ.1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαλόφωνος κῆρυξ καὶ εὔσημος»)2. (για ήχο) καθαρός, ευκρινήςαρχ.1. εκείνος που ξεκινά με καλά σημεία, ο ευοίωνος2. ευδιάκριτος, αυτός τον οποίο βλέπει κανείς καθαρά3. ευανάγνωστος, σαφής4. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής5. ευκολονόητος, σαφής6. (για ένδυμα) με ωραίες άκρες, με καλοραμμένες άκρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σημος (< σήμα), πρβλ. επί-σημος, πολύ-σημος].
Dictionary of Greek. 2013.